μεταστροφῇ — μεταστροφή turning from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστροφή — turning from fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστροφή — η (ΑΜ μεταστροφή) [μεταστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταστρέφω, η στροφή προς άλλη κατεύθυνση («μεταστροφῆς ἀπὸ γενέσεως ἐπ ἀλήθειάν τε καὶ οὐσίαν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. α) (για πλοία που πλέουν σε νηοπομπή) αλλαγή πλεύσης κατά… … Dictionary of Greek
μεταστροφαῖς — μεταστροφή turning from fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστροφῆς — μεταστροφή turning from fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστροφήν — μεταστροφή turning from fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μεταστροφέας — ο [μεταστροφή] αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται η μεταστροφή, ο μεταγωγός … Dictionary of Greek
Βέκκος, Ιωάννης — (; – 1298). Θεολόγος και λόγιος. Ήταν φανατικός ανθενωτικός, όταν όμως ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος φυλάκισε τους κορυφαίους ανθενωτικούς, μεταξύ των οποίων και τον Β., ο τελευταίος μεταστράφηκε υπέρ των ενωτικών. Η μεταστροφή του ήταν τόσο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek